Την είχε ακόμα εκείνη την Ascona. Είχε κι εμένα μαζί του να του θυμίζω το ρημάδι το δίχτυ. Εγώ ήμουν πάντα δίπλα του εκείνος όχι. Δεν πειράζει δεν του κρατούσα κακία. Το θέμα μου δεν ήταν να με έχει ανάγκη, εξάλλου ήμουν κομμάτι του, αυτός με δημιούργησε. Ήθελε δεν ήθελε με κουβαλούσε μαζί του. Κι αν γεννήθηκα όταν έπρεπε να κολυμπήσει στα δύσκολα, ήταν δύσκολο να μην υπάρχω στα εύκολα. Απλά στα εύκολα ήμουν σαν τη σοφίτα, σαν το μικρό αποθηκάκι, που μία στο τόσο μπαίνεις και ανακαλύπτεις κάτι που όταν το φύλαξες εκεί δεν ήσουν σίγουρος αν θα σου χρειαστεί ποτέ ξανά. Και για να λέμε την αλήθεια τις περισσότερες φορές δεν σου χρειάζεται. Αλλά αρκετά με εμένα.
Ίσως να θέλετε να μάθετε τι απογίναμε εκείνο τα Σάββατο ξημέρωμα, βγαίνοντας από τη λαχαναγορά, τραβώντας βόρεια με το ντεπόζιτο γεμάτο... Από το ένα και μόνο ηχείο της Ascona η μουσική δεν σταμάτησε ποτέ, κι εμείς τραβήξαμε να δούμε του κόσμου την κακία όλη. Βόρεια αδέρφια πήγαμε εκεί που το κρύο θέλει τσίπουρο, και την παρέα δεν θα την πειράξει, την παρέα.
Άρχισε εκείνη η γλυκάδα του πρωινού, η ψυχρούλα του να ανακατέβεται με το τσιγάρο που πασχίζει να βγεί απο τη σχισμή του παραθύρου,στον ορίζοντα, η ελπιδοφόρος γραμμή του γκρίζου λευκού και στο πλαί οι πρώτοι ορεινοί όγκοι. Όλη η ομορφιά της πλάσης και η μαγεία του ανακατέματος των μυρωδιών, και προσέξτε χωρίς την παραμικρή σταθερή ανθρώπινη παρουσία. Μόνο περαστικοί μέσα στα κουτιά τους να πηγαίνουν κάπου. Και να πηγαίνουν για καλό. Γιατί το ανθρώπινο μυαλό, το πρωί, θέλει όλα να πάνε καλά.
Γύρισα και τον έβλεπα να οδηγεί, με ένα τσιγάρο στο στόμα, αναμμένο με πράσινο αναπτήρα bic μεγάλο, κι ένα στραβό χαμόγελο ζωγραφισμένο πίσω από αυτό. Μια εικόνα με δυό απίστευτα ισόποσες δόσεις αστείου και ερωτεύσιμου χαρμανιού μαζί, που σαν το καπνίσεις αποκλείεις το ενδεχόμενο, ετούτο το πράγμα να είναι ανθρώπινη έμπνευση. Από το ηχείο ο Μάλαμας είχε αποφασίσει να μας συνοδεύσει με ένα φάλτσο χρησμό που πήγαινε μαζί μας...
Όλα στραβά πηγαίναν στη ζωή μου/ κι απάνω που 'χα χάσει την αντοχή μου/ ανοίξανε οι ουρανοί, κι ανάμεσα στα φλάς/ κοντά μου η Πυθία ήρθε τρεκλίζοντας./ Ένα τσιγάρο πρώτα έκανε τράκα/ κι ύστερα ανέκραξε: "Φτωχέ μου βλάκα,/ μες στα βαθιά νερά τι θες και κολυμπάς;/ Oτι φάμε, ότι πιούμε, κι ότι αρπάξει ο κώλος μας."/ Mα πριν προλάβω καν να την ρωτήσω/ το γρίφο που έκρυβε ο χρησμός της να λύσω,/ του νόμου οι φύλακες μας κύκλωσαν γιαβρούμ/ στα χέρια βραχιολάκια της περνούν,/ ντρούμ ντρούμ λέει, ντρούμ ντρούμ./ Kι ενώ μες στη στενή με βία την οδηγούνε/ γυρνάν σ' εμένανε και μ' εξηγούνε,/ μέσα σε κούφιο δόντι είχε κρυμμένο/ μιά δαχτυλίθρα μαύρο κατεργασμένο./ Στα πρωτοσέλιδα την άλλη μέρα/ είδα τα μάτια της ξενυχτισμένα,/ "EΠITYXIA" με μεγάλα γράμματα/ θα ξέρετε θαρρώ πως πάνε αυτά τα πράγματα./ Mε τα πολλά αναγκάστηκε να ομολογήσει/ αντί για δάφνη έπαιρνε λέει χασίσι,/ κι αν ξέφευγε για αιώνες τούτη η κυρία/ πάντα νικά στο τέλος η αστυνομία.
Σαν έκανε και τελείωσε το τραγουδάκι, σχεδόν ξέφυγε, ένα σχεδόν πάλι, παιδικό χαχανιτό από τα σχεδόν ξαναμανά, ανοιχτά χείλη του, σε ένα τόσο σχεδόν σουρεάλ σκηνικό, που ήμουν έτοιμος να του γαβγίσω αν παίζει καμιά συγχορδία του σχεδόν. Ήξερα όμως το γιατί. Γιατί σε μια τόσο σχεδόν άψογη πλάση έψαχνε σχεδόν μαζοχιστικά να βρει την πατημένη σκατούλα. Και όταν σταματήσαμε να αγοράσει καφέ και να βάλουμε βενζίνη τη βρήκαμε.
Σταματήσαμε δίπλα από την αντλία. Κατέβηκε φτύνοντας και βήχοντας να πάει να βάλει το χρήμα στον αυτόματο πωλητή παρόλο που υπήρχε υπάλληλος. Είπαμε, τη βενζίνη τη βάζει μόνος. Αφού φουλάραμε, παρκάραμε έξω από το καφέ. Μπήκε μέσα πήρε ένα σκέτο βαρύ ζεστό και ένα πακέτο lucky strike και ξαναβγήκε έξω. Αντί για το αυτοκίνητο, έκατσε σε ένα τραπεζάκι και άρχισε να χτυπάει το μαλακό πάνω σε αυτό, κοιτάζοντας το δρόμο ίσια κάτω.
Μια επικαθίμενη SCANIA με ανοικτή σκάστρα, πράσινη και σηκωμένες εξατμίσεις ανέβαινε σφυρίζοντας και κροταλίζοντας σαν τον ποπάι με κατεύθυνση βόρεια. Στην πόρτα του συνοδηγού που φαινόταν από το καφέ έγραφε με μεγάλα γράμματα Princess Of The Night. Κάνας καυλωμένος πιτσιρικάς που θα ακούει Saxon μάλλον ή τίποτα σκυλάδικα και θα σεκλετίζεται με καμιά Princess της Night.. Πίσω από το σπρέι που άφησε η Princes τον είδε στημένο κι όρθιο με το χέρι σηκωμένο να ζητάει ώτο-στοπ. Φορούσε αρβύλες, στρατιωτικό παντελόνι πράσινο και από πάνω ένα κυριλέ γκρίζο παλτό, που θα μπορούσε άνετα να του έχει χαρίσει ένας ασπρομάλλης κύριος, τότε, με τα χιόνια μέσα σε κάποιο πάρκο. περασμένα και από τους δύο ώμους του φαίνονταν δύο σχοινιά, τα μπροστινά ενός μεγάλου σάκου. Δεν ήθελε και πολύ να καταλάβεις πως ήταν άστεγος και τραβούσε βόρεια.
Έχωσα τη μουσούδα μου στα μπροστινά μου πόδια και τον κοιτούσα που τον κοιτούσε. Έβγαλε τα σπίρτα, τα κούνησε, - τον bic τον είχε αφήσει στο αυτοκίνητο - έβγαλε ένα σπίρτο το άναψε, περίμενε λίγο και μετά το έφερε κοντά στην άκρη του τσιγάρου. Τράβηξε την πρώτη τζούρα του ανάματος, αυτή τη ζουμερή πουτανίτσα, και την έπνιξε με μια γουλιά ζεστό σκέτο καφέ. Να δεις που θα πάθει αγκύλωση το δάχτυλο κι ακόμα κουτιά θα περνούν.. Κάπνισε έσβησε, άναψε, τράβηξε καφέ, έσβησε, άναψε, κάπνισε, τράβηξε καφέ, έσβησε άναψε, κάπνισε, τράβηξε καφέ, έσβησε. Χτύπησε με δύναμη το χέρι του στο τραπέζι και σηκώθηκε. Τον πλησίασε. - Άστεγε. του φώναξε. Ο άλλος γύρισε με τη μία από συνήθεια. -Ναι;- Έλα να πιούμε ένα καφέ να τσιμπήσουμε και τίποτα. -Ποιός εγώ;; -Ναι εσύ έλα. Παρέα θέλω. - Δεν έχεις;; -Δεν είμαι σίγουρος! - Εντάξει έρχομαι!
Έχοντας ακόμα τη μουσούδα μου στα μπροστινά μου πόδια έμεινα να τους κοιτάζω. Ξεκίνησε ο άστεγος πρώτος. - Lucky Strike είναι αυτά;; - Ναι, σου αρέσουν; - Σκοτώνω για ένα.- Ένα; πώς τον πίνεις τον καφέ; Σκέτο; -Ναι. -Μείνε έρχομαι. -Σε λίγο γύρισε με έναν καφέ, ένα πακέτο Lucky Strike και μια σακούλα με φαγητό. Του έδωσε τον καφέ και τα τσιγάρα.Ακούμπησε και τη σακούλα με το φαγητό στο τραπέζι. Ο άλλος τον κοίταξε σταθερά, πήρε τον καφέ και έκανε να πιάσει τα τσιγάρα. Άναψε ένα και με τη συστολή του ανθρώπου που κάθεται για πρώτη φορά μέσα σε ξένο σπίτι, άρχισε να το καπνίζει προσεκτικά κοιτώντας ίσια απέναντι στο δρόμο που περνούσαν τα κουτία.
Τίναζε με το μεσαίο του δάχτυλο, κρατώντας το τσιγάρο με τον αντίχειρα και το δείκτη, προσεκτικά τη στάχτη μέσα στο τασάκι, έπινε το ζεστό του καφεδάκι κοιτώντας πάντα απέναντι στο δρόμο και κουβέντα δεν του έπαιρνες. Ο δικός μου τον παρατηρούσε με το θράσος ενός μικρού παιδιού λες και προσπαθούσε να τον διαβάσει. -Πάντα το είχα απορία να βρω έναν άστεγο και να τον ρωτήσω πώς έμεινε άστεγος. Φαντάζομαι ότι θα υπάρχουν άπειρες ιστορίες που ίσως και να μην έχουν και τόση μεγάλη σημασία και ίσως απλά να προσπαθώ να ανοίξω κουβέντα μόνο και μόνο για να πω πως έμεινα εγώ άστεγος. Ο άλλος γύρισε και τον κοίταξε για πρώτη φορά από πάνω μέχρι κάτω εξεταστικά. - Δεν μοιάζεις για άνθρωπος που ζει στο δρόμο. - Είναι επειδή είμαι φρέσκος ακόμα, μια βδομάδα σκάρτη. - Εντάξει φίλε ας επιταχύνουμε τη διαδικασία. Εγώ έμεινα άστεγος από άρνηση και από άποψη. Εσύ; Ο δικός μου που σίγουρα δεν περίμενε μια τέτοια απάντηση έμοιασε να κεραυνοβολήθηκε και απάντησε κόκκινος από ντροπή: - Εγώ από γκόμενα. - Σε πέταξε έξω ε; Δουλειά έχεις; - Ναι. - Τότε δεν θα είσαι στο δρόμο για καιρό ακόμα. Αυτό το τελευταίο, το του είπε σε στυλ βετεράνου που μιλάει σε νεοσύλλεκτο. Και καθόλου δεν του άρεσε. Τον ρώτησε γεμάτος αγωνία και ένταση στη φωνή του: - Δεν νιώθεις αδέσποτος, παράταιρος, επαίτης, λυπημένος; Ο άστεγος του χάρισε ένα χαμόγελο στοργικού πατέρα στο αφελές του παιδί. Ένα χαμόγελο που θα προστατέψει και ταυτόχρονα θα διδάξει. - Η φωτισμένη δεσποτεία δεν με εξέφραζε ποτέ. Δεν παρακαλώ για τίποτε, ζητώ αυτό που απλά δικαιούμαι. Την κακή μου ενσωμάτωση στο σύνολο και το συνεχές αίσθημα λύπης μέσα μου δεν μπορεί να τα αποδιώξει κανένα σπίτι. Κατάλαβες τώρα; Η αλήθεια είναι πως αυτό που καταλάβαινε είναι ότι αυτός ο άνθρωπος μέσα σε μισή ώρα χαράσσοντας απλές ευθείες γραμμές, πάνω στα στερεότυπα, του διαχώριζε τους υπερήρωες από τους υπόλοιπους κανονικούς ανθρώπους. Και ο ίδιος, αν και τόσο περήφανα το νόμιζε, δεν ήταν παρά ένας απλός κανονικός άνθρωπος...
Η βροχή ήρθε σχεδόν ευεργετικά να εξισώσει την απογοήτευση με τη φυσική μουντάδα. Εξάλλου όλα θέμα ισορροπίας είναι. Κάποιοι που αγαπώ, το ξέρουν πολύ καλά αυτό. Μπήκαν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν για βόρεια. Στο δρόμο είπαν πολλά, σημαντικά όλα. Δε σπατάλησαν ούτε άρθρο και κάποια στιγμή φτάσανε στο τέρμα. Ήπιαν το τσίπουρο το χύμα το χειμωνιάτικο που την παρέα δεν θα την πειράξει, την παρέα. Και σαν ήρθε η ώρα να χωριστούν, ο βετεράνος είπε στο νεοσύλλεκτο: - Εγώ πάντα θεωρητικός ήμουν και του κόσμου την κακία την κατάλαβα χωρίς να μπορεί να με αγγίξει το ότι τη ζω. Εσύ, ξεκίνησες να τη ζεις και θα τη ζήσεις γιατί την ψάχνεις. Μπορεί εσύ να φτάσεις πιο μακριά από μένα, αν και δεν έχει σημασία. Τούτο μόνον έχει σημασία. Είθε να ανταμώσουμε ξανά και να τα πούμε. Τώρα γύρνα στο νοτιά, βρες ένα σπιτικό, μπες μέσα και ζήσε την την άτιμη μέχρι το μεδούλι της. Κακία είναι, θα περάσει. Καλή αντάμωση.
Κι έτσι χαιρετηθήκανε λοιπόν και τραβήξανε τους δρόμους τους. Καθώς πια γυρίζαμε στο Νότο, και η Κυριακή είχε από ώρα εμφανιστεί, ο Βασίλης ο Λέκκας από το ηχείο μας ήρθε να τραγουδήσει τους στίχους του Κυριαζή και να δώσουν μια νότα ακόμα στη λύπη μας.
Κυριακή απόγευμα στους δρόμους και στις γειτονιές/ το σήμερα πάει στο χθες όταν ακούς τραγούδια/
Κυριακή απόγευμα και φόρεσα τα γιορτινά/ και τριγυρίζω στα στενά που κόψαν τα λουλούδια/
Ταξίδεψα κάποια βραδιά/ ως την παλιά μου γειτονιά/ μα μου ραγίσαν την καρδιά/ τα τσιμεντένια κτίρια
Άλλοτε έπαιζαν παιδιά/ κρατούσαν ξύλινα σπαθιά/ τώρα παράθυρα κλειστά/ και Ενοικιαστήρια
Κυριακή απόγευμα μ' ένα χωνάκι παγωτό/ γεννιόμαστε στον κόσμο αυτό κι ήταν δικά μας όλα/
Κυριακή απόγευμα κι ανθίσανε οι πασχαλιές/ όταν αλλάζαμε ματιές στ' απέναντι μπαλκόνια/
Ταξίδεψα κάποια βραδιά/ ως την παλιά μου γειτονιά/ μα μου ραγίσαν την καρδιά/ τα τσιμεντένια κτίρια/ Άλλοτε έπαιζαν παιδιά/ κρατούσαν ξύλινα σπαθιά/ τώρα παράθυρα κλειστά/ και Ενοικιαστήρια/ Κυριακή απόγευμα ένα πικρό καφέ θα πιω/ θα κάτσω και θα θυμηθώ τα άγουρά μας χρόνια
Υπογράφει ο Αντώνυμος