02 July 2019

Απο το παράθυρο

Ένα παράθυρο στην άκρη του κτιρίου
με ένα τζάμι που ιστορίες, πολλές, είχε να πει
που πάνω του, πότε πότε είχε σκόνη
κι άλλες φορές, στίγματα είχε, από βροχή.

Εκεί που χάζευες τη θέα ενός αιθρίου
καθώς καπνό τσιγάρου, άφηνες να βγει
μαζί με κάθε τι που 'χε την τάση να σ' αγχώνει
όπως ξεπλένει όλες τις έγνοιες η αυγή

Εκεί που έβλεπες τον ήλιο να ανατέλλει
με την ελπίδα πως η παρτίδα θα σωθεί
και ναι, κουτσά στραβά τα είχες καταφέρει
πλάι στου αρρώστου τη δίψα για ζωή.

Με μία γάζα, ένα ψαλίδι, μια κλωστή
με μια αξεπέραστη, στη μπόχα αντοχή
με μια αγρυπνία αν μη τι άλλο στοργική
μια καληνύχτα, που έμοιαζε να ναι, μητρική.

Μα η αλήθεια, σου το λέω, είναι απείρως πιο πεζή
ήσουν φτηνή, κι αυτό είναι βλέπεις, το συμφέρον
μηδέν κόστος, μια πρώτη ύλη στην παραγωγή
μια υποδιαίρεση, μηδαμινό ενδιαφέρον.

Έγινες χλεύη, παρερμηνεία, φτηνό ανέκδοτο.
Σε μια στήλη, στην αθηναϊκή φωνή,
που στον αγώνα το δικό σου, τον ανένδοτο
 βρήκε αστείο, άθλιο, να κρυφτεί

που ένα λουλούδι στο χώμα σου δε βάλανε
συντετριμμένοι, τάχα μου οι πολιτικοί,
συλλυπητήρια χαρτιά σου βγάλανε
και το μαχαίρι στο κόκαλο θα βάλουνε,
 όταν δε θα 'σαι πια εκεί.

Ένα παράθυρο στην άκρη του κτιρίου
με ένα τζάμι που ιστορίες, πολλές, έχει να πει
που πάνω του, πότε πότε έχει σκόνη
κι άλλες φορές, στίγματα έχει, από ντροπή.


Υπογράφει ο Αντώνυμος..



23 December 2017

Περνάω ωραία αφιλτράριστο οτι γούσταρω γράφω

Ήρεμος κι αληθινός στα μάτια μέσα σε κοιτάω
μαζί με ήχους μουσικές που αγαπάω
να σου μιλάω γι αυτά που διάβασα κι άλλα που ξέρω
και να σου λέω, πως, κάθε φάση, όπως κι αν πάει θα τα καταφέρω

Μόλις νυχτώνει, αρχίζω να υπάρχω σε κόσμους που δεν ξέρεις
γουλιά γουλιά να σου τους μάθω
τι πειράζει αν αργόσυρτη είν η φωνή μου
τι πειράζει αν σου καίει τα ρουθούνια η αναπνοή μου
στη μέρα δε σε νοιάζει που υποφέρεις μα σε πειράζει που με ξέρεις.

Παρέα με το Μόχα τον πνιγμένο μην τον σνομπάρεις
γρίφο γρίφο θα σου τον στεγνώσω
τι πειράζει αν είμαι τριπλά αποσταγμένος
τι πειράζει αν μοιάζω τελειωμένος
μέσα απ΄το ποτήρι μου θα σου βγαλω τα χαρτιά μια μέρα ν'αριβάρεις.

Πόσο ωραία να ξαπλώνω στο κριθάρι με το μισάνοιχτο μου στόμα
και τι πειράζει ρε! Ναι! Τι πειράζει.
Και να κοιτάω τ'αστέρια σα χαζός με το μισάνοιχτο μου στόμα
και τι πειράζει ρε! Ναι! Τι πειράζει.
Και να μιλάω στο θεό, με το μισάνοιχτο μου στόμα καλή φάση κι έτσι
και τι πειράζει, ωρε μαλάκα τι πειράζει.

Με ένα ποτό που δεν τελειώνει σε ενα χάρτινο ουρανό
σε ενα μπαρ που κομφετί θα βγάζει το κανόνι
γιατί έτσι καρνάβαλος γουστάρω να αποφεύγω το γκρεμό
και κάθε άνθρωπο που νουθετώντας με ζυγώνει

Στης μέθης μου τη μέθεξη μπρορώ να προχωρώ μπροστά
θα ναι του οινοπνεύματος η έλξη
που δένει σοφά την κάθε μου λέξη
που κάτω απ' της επιφάνειας τα σκατά με κρατάει
και ο ευλογημένος άνεμος, τον αφρό της μπύρας μες τα ρουθούνια μου φυσάει.

Και να σου λέω ψέματα αλλό ένα τελευταίο
κι εσύ κοιτώντας με στα μάτια χωρίς τύψεις
να προσπαθείς μαζί μου να αποφύγεις το μοιραίο
να μην χαθούμε στο πρωινό μιας νηφάλιας λήθης
και να πετάξουμε μαζί μια τσιριτρι μια τσιριτρο το πιο ωραίο

Πόσο ωραία να ξαπλώνουμε στο κριθάρι με το μισάνοιχτο μας στόμα
και δεν πειράζει ρε! Ναι! Δεν πειράζει.
Και να κοιτάμε τ'αστέρια σα χαζοί με το μισάνοιχτο μας στόμα
και δεν πειράζει ρε! Ναι! Δεν πειράζει.
Και να μιλάμε στο θεό, με το μισάνοιχτο μας στόμα καλή φάση κι έτσι
και δεν πειράζει, ωρε μαλάκα δεν πειράζει.


Δεν πειράζει μια εκεί και μια εδώ και δεν πειράζει
μες στα μάτια μια εκεί και μια εδώ να σε κοιτάζει
ενα παιδί που αγαπάς και δε σε νοιάζει
και δεν πειράζει, ώρε μαλάκα δεν πειράζει.


Υπογράφει ο Αντώνυμος..










14 July 2017

Του Χριστού ο μπάσταρδος γιός

Είμαι του υβριστή της τιμωρίας ο φόβος
Δεν είμαι να με αναφέρει του Δεληβοριά ο στίχος
Είμαι της καλής της γειτονιάς ο ψόγος
Δεν είμαι θεοσεβούμενων ανθρώπων ήχος

Είμαι στου παπά τον κόρφο ψύλλος
Δεν είμαι θου Κύριε φυλακή ο λόγος
Είμαι του απελπισμένου της φωτιάς ο φίλος
Δεν είμαι ελπίδα που βαστάει ο χρόνος

Είμαι των τύψεων το αγνό συναίσθημα
Δεν είμαι σάρξ εκ σαρκός 
Είμαι της αυτοσυντήρησης το απλό προαίσθημα
Δεν είμαι φίλος κανενός

Είμαι του Χριστού ο μπάσταρδος γιος
Δεν είμαι εγωιστής να είμαι ο μόνος
Είμαι στης ορθοδοξίας το αίμα ο ιός
Δεν είμαι στης καταπίεσης τη γιατρειά ο δρόμος

Είμαι η λογική του ψέματος σου βία
Δεν είμαι βασιλιάς και λυτρωτής
Είμαι προπατορικού αμαρτήματος νοθεία
Δεν είμαι ανθρώπινων ψυχών ο εμπρηστής

Είμαι υπαρκτός στον κόσμο σου εδώ
Δεν είσαι πουθενά να μου μιλήσεις
Είμαι, σε βρίζω σε προκαλώ
Δεν σου αρέσουν οι προκλήσεις

Είμαι.....Δεν είμαι. Είμαι.....Δεν είμαι
της καρδιάς η αιώνια η αγωνία
Είμαι.....Δεν είμαι. Είμαι.....Δεν είμαι
μια ύπαρξη από θειάφι κι αμμωνία.

ΕΓΩ! Πιο σκοτεινός, πιο μιαρός, πιο τιποτένιος
ΕΣΥ! Πιο φωτεινός, πιο καθαρός, πιο μεταξένιος
μα εγώ το ξέρω είναι η οικουμενικότητα σου που τρομάζει
κι εσύ το ξέρεις είναι ο θυμός μου που σου μοιάζει.


Υπογράφει ο Αντώνυμος

  

17 January 2016

Η δεύτερη απο τις 365 μέρες στο πουθενά.

Την είχε ακόμα εκείνη την Ascona. Είχε κι εμένα μαζί του να του θυμίζω το ρημάδι το δίχτυ. Εγώ ήμουν πάντα δίπλα του εκείνος όχι. Δεν πειράζει δεν του κρατούσα κακία. Το θέμα μου δεν ήταν να με έχει ανάγκη, εξάλλου ήμουν κομμάτι του, αυτός με δημιούργησε. Ήθελε δεν ήθελε με κουβαλούσε μαζί του. Κι αν γεννήθηκα όταν έπρεπε να κολυμπήσει στα δύσκολα, ήταν δύσκολο να μην υπάρχω στα εύκολα. Απλά στα εύκολα ήμουν σαν τη σοφίτα, σαν το μικρό αποθηκάκι, που μία στο τόσο μπαίνεις και ανακαλύπτεις κάτι που όταν το φύλαξες εκεί δεν ήσουν σίγουρος αν θα σου χρειαστεί ποτέ ξανά. Και για να λέμε την αλήθεια τις περισσότερες φορές δεν σου χρειάζεται. Αλλά αρκετά με εμένα.
Ίσως να θέλετε να μάθετε τι απογίναμε εκείνο τα Σάββατο ξημέρωμα, βγαίνοντας από τη λαχαναγορά, τραβώντας βόρεια με το ντεπόζιτο γεμάτο... Από το ένα και μόνο ηχείο της Ascona η μουσική δεν σταμάτησε ποτέ, κι εμείς τραβήξαμε να δούμε του κόσμου την κακία όλη. Βόρεια αδέρφια πήγαμε εκεί που το κρύο θέλει τσίπουρο, και την παρέα δεν θα την πειράξει, την παρέα.
Άρχισε εκείνη η γλυκάδα του πρωινού, η ψυχρούλα του να ανακατέβεται με το τσιγάρο που πασχίζει να βγεί απο τη σχισμή του παραθύρου,στον ορίζοντα, η ελπιδοφόρος γραμμή του γκρίζου λευκού και στο πλαί οι πρώτοι ορεινοί όγκοι. Όλη η ομορφιά της πλάσης και η μαγεία του ανακατέματος των μυρωδιών, και προσέξτε χωρίς την παραμικρή σταθερή ανθρώπινη παρουσία. Μόνο περαστικοί μέσα στα κουτιά τους να πηγαίνουν κάπου. Και να πηγαίνουν για καλό. Γιατί το ανθρώπινο μυαλό, το πρωί, θέλει όλα να πάνε καλά.
Γύρισα και τον έβλεπα να οδηγεί, με ένα τσιγάρο στο στόμα, αναμμένο με πράσινο αναπτήρα bic μεγάλο, κι ένα στραβό χαμόγελο ζωγραφισμένο πίσω από αυτό. Μια εικόνα με δυό απίστευτα ισόποσες δόσεις αστείου και ερωτεύσιμου χαρμανιού μαζί, που σαν το καπνίσεις αποκλείεις το ενδεχόμενο, ετούτο το πράγμα να είναι ανθρώπινη έμπνευση. Από το ηχείο ο Μάλαμας είχε αποφασίσει να μας συνοδεύσει με ένα φάλτσο χρησμό που πήγαινε μαζί μας... 
 Όλα στραβά πηγαίναν στη ζωή μου/ κι απάνω που 'χα χάσει την αντοχή μου/ ανοίξανε οι ουρανοί, κι ανάμεσα στα φλάς/ κοντά μου η Πυθία ήρθε τρεκλίζοντας./ Ένα τσιγάρο πρώτα έκανε τράκα/ κι ύστερα ανέκραξε: "Φτωχέ μου βλάκα,/ μες στα βαθιά νερά τι θες και κολυμπάς;/ Oτι φάμε, ότι πιούμε, κι ότι αρπάξει ο κώλος μας."/ Mα πριν προλάβω καν να την ρωτήσω/ το γρίφο που έκρυβε ο χρησμός της να λύσω,/ του νόμου οι φύλακες μας κύκλωσαν γιαβρούμ/ στα χέρια βραχιολάκια της περνούν,/ ντρούμ ντρούμ λέει, ντρούμ ντρούμ./ Kι ενώ μες στη στενή με βία την οδηγούνε/ γυρνάν σ' εμένανε και μ' εξηγούνε,/ μέσα σε κούφιο δόντι είχε κρυμμένο/ μιά δαχτυλίθρα μαύρο κατεργασμένο./ Στα πρωτοσέλιδα την άλλη μέρα/ είδα τα μάτια της ξενυχτισμένα,/ "EΠITYXIA" με μεγάλα γράμματα/ θα ξέρετε θαρρώ πως πάνε αυτά τα πράγματα./ Mε τα πολλά αναγκάστηκε να ομολογήσει/ αντί για δάφνη έπαιρνε λέει χασίσι,/ κι αν ξέφευγε για αιώνες τούτη η κυρία/ πάντα νικά στο τέλος η αστυνομία. 
Σαν έκανε και τελείωσε το τραγουδάκι, σχεδόν ξέφυγε, ένα σχεδόν πάλι, παιδικό χαχανιτό από τα σχεδόν ξαναμανά, ανοιχτά χείλη του, σε ένα τόσο σχεδόν σουρεάλ σκηνικό, που ήμουν έτοιμος να του γαβγίσω αν παίζει καμιά συγχορδία του σχεδόν. Ήξερα όμως το γιατί. Γιατί σε μια τόσο σχεδόν άψογη πλάση έψαχνε σχεδόν μαζοχιστικά να βρει την πατημένη σκατούλα. Και όταν σταματήσαμε να αγοράσει καφέ και να βάλουμε βενζίνη τη βρήκαμε.
Σταματήσαμε δίπλα από την αντλία. Κατέβηκε φτύνοντας και βήχοντας να πάει να βάλει το χρήμα στον αυτόματο πωλητή παρόλο που υπήρχε υπάλληλος. Είπαμε, τη βενζίνη τη βάζει μόνος. Αφού φουλάραμε, παρκάραμε έξω από το καφέ. Μπήκε μέσα πήρε ένα σκέτο βαρύ ζεστό και ένα πακέτο lucky strike και ξαναβγήκε έξω. Αντί για το αυτοκίνητο, έκατσε σε ένα τραπεζάκι και άρχισε να χτυπάει το μαλακό πάνω σε αυτό, κοιτάζοντας το δρόμο ίσια κάτω.
Μια επικαθίμενη SCANIA με ανοικτή σκάστρα, πράσινη και σηκωμένες εξατμίσεις ανέβαινε σφυρίζοντας και κροταλίζοντας σαν τον ποπάι με κατεύθυνση βόρεια. Στην πόρτα του συνοδηγού που φαινόταν από το καφέ έγραφε με μεγάλα γράμματα Princess Of The Night. Κάνας καυλωμένος πιτσιρικάς που θα ακούει Saxon μάλλον ή τίποτα σκυλάδικα και θα σεκλετίζεται με καμιά Princess της Night.. Πίσω από το σπρέι που άφησε η Princes τον είδε στημένο κι όρθιο με το χέρι σηκωμένο να ζητάει ώτο-στοπ. Φορούσε αρβύλες, στρατιωτικό παντελόνι πράσινο και από πάνω ένα κυριλέ γκρίζο παλτό, που θα μπορούσε άνετα να του έχει χαρίσει ένας ασπρομάλλης κύριος, τότε, με τα χιόνια μέσα σε κάποιο πάρκο. περασμένα και από τους δύο  ώμους του φαίνονταν δύο σχοινιά, τα μπροστινά ενός μεγάλου σάκου. Δεν ήθελε και πολύ να καταλάβεις πως ήταν άστεγος και τραβούσε βόρεια.
Έχωσα τη μουσούδα μου στα μπροστινά μου πόδια και τον κοιτούσα που τον κοιτούσε. Έβγαλε τα σπίρτα, τα κούνησε, - τον bic τον είχε αφήσει στο αυτοκίνητο - έβγαλε ένα σπίρτο το άναψε, περίμενε λίγο και μετά το έφερε κοντά στην άκρη του τσιγάρου. Τράβηξε την πρώτη τζούρα του ανάματος, αυτή τη ζουμερή πουτανίτσα, και την έπνιξε με μια γουλιά ζεστό σκέτο καφέ. Να δεις που θα πάθει αγκύλωση το δάχτυλο κι ακόμα κουτιά θα περνούν.. Κάπνισε έσβησε, άναψε, τράβηξε καφέ, έσβησε, άναψε, κάπνισε, τράβηξε καφέ, έσβησε άναψε, κάπνισε, τράβηξε καφέ, έσβησε. Χτύπησε με δύναμη το χέρι του στο τραπέζι και σηκώθηκε. Τον πλησίασε. - Άστεγε. του φώναξε. Ο άλλος γύρισε με τη μία από συνήθεια. -Ναι;- Έλα να πιούμε ένα καφέ να τσιμπήσουμε και τίποτα. -Ποιός εγώ;; -Ναι εσύ έλα. Παρέα θέλω. - Δεν έχεις;; -Δεν είμαι σίγουρος! - Εντάξει έρχομαι!
Έχοντας ακόμα τη μουσούδα μου στα μπροστινά μου πόδια έμεινα να τους κοιτάζω. Ξεκίνησε ο άστεγος πρώτος. - Lucky Strike είναι αυτά;; - Ναι, σου αρέσουν; - Σκοτώνω για ένα.- Ένα; πώς τον πίνεις τον καφέ; Σκέτο; -Ναι. -Μείνε έρχομαι. -Σε λίγο γύρισε με έναν καφέ, ένα πακέτο Lucky Strike και μια σακούλα με φαγητό. Του έδωσε τον καφέ και τα τσιγάρα.Ακούμπησε και τη σακούλα με το φαγητό στο τραπέζι. Ο άλλος τον κοίταξε σταθερά, πήρε τον καφέ και έκανε να πιάσει τα τσιγάρα. Άναψε ένα και με τη συστολή του ανθρώπου που κάθεται για πρώτη φορά μέσα σε ξένο σπίτι, άρχισε να το καπνίζει προσεκτικά κοιτώντας ίσια απέναντι στο δρόμο που περνούσαν τα κουτία.
Τίναζε με το μεσαίο του δάχτυλο, κρατώντας το τσιγάρο με τον αντίχειρα και το δείκτη, προσεκτικά τη στάχτη μέσα στο τασάκι, έπινε το ζεστό του καφεδάκι κοιτώντας πάντα απέναντι στο δρόμο και κουβέντα δεν του έπαιρνες. Ο δικός μου τον παρατηρούσε με το θράσος ενός μικρού παιδιού λες και προσπαθούσε να τον διαβάσει. -Πάντα το είχα απορία να βρω έναν άστεγο και να τον ρωτήσω πώς έμεινε άστεγος. Φαντάζομαι ότι θα υπάρχουν άπειρες ιστορίες που ίσως και να μην έχουν και τόση μεγάλη σημασία και ίσως απλά να προσπαθώ να ανοίξω κουβέντα μόνο και μόνο για να πω πως έμεινα εγώ άστεγος. Ο άλλος γύρισε και τον κοίταξε για πρώτη φορά από πάνω μέχρι κάτω εξεταστικά. - Δεν μοιάζεις για άνθρωπος που ζει στο δρόμο. - Είναι επειδή είμαι φρέσκος ακόμα, μια βδομάδα σκάρτη. - Εντάξει φίλε ας επιταχύνουμε τη διαδικασία. Εγώ έμεινα άστεγος από άρνηση και από άποψη. Εσύ; Ο δικός μου που σίγουρα δεν περίμενε μια τέτοια απάντηση έμοιασε να κεραυνοβολήθηκε και απάντησε κόκκινος από ντροπή: - Εγώ από γκόμενα. - Σε πέταξε έξω ε; Δουλειά έχεις; - Ναι. - Τότε δεν θα είσαι στο δρόμο για καιρό ακόμα. Αυτό το τελευταίο, το του είπε σε στυλ βετεράνου που μιλάει σε νεοσύλλεκτο. Και καθόλου δεν του άρεσε. Τον ρώτησε γεμάτος αγωνία και ένταση στη φωνή του: - Δεν νιώθεις αδέσποτος, παράταιρος, επαίτης, λυπημένος; Ο άστεγος του χάρισε ένα χαμόγελο στοργικού πατέρα στο αφελές του παιδί. Ένα χαμόγελο που θα προστατέψει και ταυτόχρονα θα διδάξει. - Η φωτισμένη δεσποτεία δεν με εξέφραζε ποτέ. Δεν παρακαλώ για τίποτε, ζητώ αυτό που απλά δικαιούμαι. Την κακή μου ενσωμάτωση στο σύνολο και το συνεχές αίσθημα λύπης μέσα μου δεν μπορεί να τα αποδιώξει κανένα σπίτι. Κατάλαβες τώρα; Η αλήθεια είναι πως αυτό που καταλάβαινε είναι ότι αυτός ο άνθρωπος μέσα σε μισή ώρα χαράσσοντας απλές ευθείες γραμμές, πάνω στα στερεότυπα, του διαχώριζε τους υπερήρωες από τους υπόλοιπους κανονικούς ανθρώπους. Και ο ίδιος, αν και τόσο περήφανα το νόμιζε, δεν ήταν παρά ένας απλός κανονικός άνθρωπος...
Η βροχή ήρθε σχεδόν ευεργετικά να εξισώσει την απογοήτευση με τη φυσική μουντάδα. Εξάλλου όλα θέμα ισορροπίας είναι. Κάποιοι που αγαπώ, το ξέρουν πολύ καλά αυτό. Μπήκαν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν για βόρεια. Στο δρόμο είπαν πολλά, σημαντικά όλα. Δε σπατάλησαν ούτε άρθρο και κάποια στιγμή φτάσανε στο τέρμα. Ήπιαν το τσίπουρο το χύμα το χειμωνιάτικο που την παρέα δεν θα την πειράξει, την παρέα. Και σαν ήρθε η ώρα να χωριστούν, ο βετεράνος είπε στο νεοσύλλεκτο: - Εγώ πάντα θεωρητικός ήμουν και του κόσμου την κακία την κατάλαβα χωρίς να μπορεί να με αγγίξει το ότι τη ζω. Εσύ, ξεκίνησες να τη ζεις και θα τη ζήσεις γιατί την ψάχνεις. Μπορεί εσύ να φτάσεις πιο μακριά από μένα, αν και δεν έχει σημασία. Τούτο μόνον έχει σημασία. Είθε να ανταμώσουμε ξανά και να τα πούμε. Τώρα γύρνα στο νοτιά, βρες ένα σπιτικό, μπες μέσα και ζήσε την την άτιμη μέχρι το μεδούλι της. Κακία είναι, θα περάσει. Καλή αντάμωση.
Κι έτσι χαιρετηθήκανε λοιπόν και τραβήξανε τους δρόμους τους. Καθώς πια γυρίζαμε στο Νότο, και η Κυριακή είχε από ώρα εμφανιστεί, ο Βασίλης ο Λέκκας από το ηχείο μας ήρθε να τραγουδήσει τους στίχους του Κυριαζή και να δώσουν μια νότα ακόμα στη λύπη μας.
Κυριακή απόγευμα στους δρόμους και στις γειτονιές/ το σήμερα πάει στο χθες όταν ακούς τραγούδια/
Κυριακή απόγευμα και φόρεσα τα γιορτινά/ και τριγυρίζω στα στενά που κόψαν τα λουλούδια/
Ταξίδεψα κάποια βραδιά/ ως την παλιά μου γειτονιά/ μα μου ραγίσαν την καρδιά/ τα τσιμεντένια κτίρια
Άλλοτε έπαιζαν παιδιά/ κρατούσαν ξύλινα σπαθιά/ τώρα παράθυρα κλειστά/ και Ενοικιαστήρια
Κυριακή απόγευμα μ' ένα χωνάκι παγωτό/ γεννιόμαστε στον κόσμο αυτό κι ήταν δικά μας όλα/
Κυριακή απόγευμα κι ανθίσανε οι πασχαλιές/ όταν αλλάζαμε ματιές στ' απέναντι μπαλκόνια/
Ταξίδεψα κάποια βραδιά/ ως την παλιά μου γειτονιά/ μα μου ραγίσαν την καρδιά/ τα τσιμεντένια κτίρια/ Άλλοτε έπαιζαν παιδιά/ κρατούσαν ξύλινα σπαθιά/ τώρα παράθυρα κλειστά/ και Ενοικιαστήρια/ Κυριακή απόγευμα ένα πικρό καφέ θα πιω/ θα κάτσω και θα θυμηθώ τα άγουρά μας χρόνια


Υπογράφει ο Αντώνυμος

14 June 2015

Σοβαρά τώρα..

Και να λοιπόν που ήρθε η ώρα, αφού πρώτα έβαλε ένα ποτήρι κρασί, να καθίσει να μιλήσει με τον εαυτό του, επιτέλους για το ποδόσφαιρο. Μετά από 15 χρόνια φανατικής ενασχόλησης με αυτό αποφάσισε πως επιτέλους έπρεπε να τακτοποιήσει τις σκέψεις του και να συμφωνήσει με τον ίδιο για ορισμένα πράγματα. Και αφού οι κουβέντες με τρίτους οδηγούσαν σε ξεχειλωμένα συμπεράσματα ή και σε εκτός θέματος συζητήσεις, αποφάσισε ότι ο πιο κατάλληλος άνθρωπος να μιλήσει για ποδόσφαιρο μαζί του ήταν ο ίδιος. Τι καλύτερο άλλωστε- όπως έλεγε και ένας μεγάλος Έλληνας σοφός- από ένα ποτήρι καλό κρασί και ένα αγώνα ποδοσφαίρου με καλή παρέα. Και απαντώ εγώ εν έτη 2015 τίποτα καλύτερο αγαπητέ που μας ενώνεις και μας δονείς. Και καλύτερη παρέα από τον εαυτό σου δεν υπάρχει πάρτο απόφαση.
Ποδόσφαιρο λοιπόν, ένα άθλημα με 168 χρόνια ζωής. Ποδόσφαιρο ένα άθλημα, που από τα γεννοφάσκια του ήδη, καταδικάστηκε και μας καταδίκασε μαζί του να είναι social ceremony(soccer). Το αποκαλούν βασιλιά των σπορ και κάθεσαι εσύ τώρα να το αναλύσεις. Γιατί βασιλιάς ρε αδερφέ; Τένις, μπάσκετ, καλλιτεχνικό πατινάζ, κρίκετ.. κι όμως βασιλιάς και θρησκεία και κοινωνικό φαινόμενο όπως προείπα και καψούρα και παράνοια και παραλογισμός και τεράστια μπίζνα τις τελευταίες δεκαετίες..
Η απάντηση στο γιατί ίσως να αφορά την προοπτική μέσα από το ποδόσφαιρο αλλά και την προοπτική πέρα από το ίδιο το ποδόσφαιρο που το κάνει να είναι «κάτι» παραπάνω και εδώ ακριβώς είναι η μαγική λέξη της μαγείας του όλου θέματος. Ότι δεν μπορείς να προσδιορίσεις στο νεφελώδες όριο για το τι είναι αυτό το «παραπάνω». Απλά κοιτώντας από μακριά γοητεύεσαι και μένεις εκεί.
Το αφήνουμε λοιπόν προς το παρόν as it is βασιλιά δηλαδή, να γαμεί και να δέρνει τα υπόλοιπα spόρια. Κάθε φανατικός του ποδοσφαίρου-και επειδή ξεκινά σαν ορισμός θα το επιβεβαιώσω ότι είναι- οφείλει να έχει ξεκάθαρα και να υπηρετεί ένα ή παραπάνω αξιώματα σχετικά με το sport και ακολούθως να χτίζει πάνω σε αυτά. Ως γνωστόν, σε όσους πέρασαν έστω και ξυστά, από ένα όμορφο μάθημα που λέγεται Ευκλείδεια Γεωμετρία-Βοήθησε και αυτή όπως και όλες οι θετικές επιστήμες το βασιλιά να γαμεί- τα αξιώματα δεν χρειάζονται απόδειξη και για να μπορώ να το λέω αυτό έτσι άνετα έπρεπε να περάσουν 19 αιώνες μέχρι να μας το κάνoυν λιανά ο Lobachevsky, ο Gauss και Bolyai . Γιατί τα μαγκάκια αυτά βρήκανε ότι αν πας να βρεις αντιφάσεις εκεί που δεν σε παίρνει, το πολύ πολύ να φτιάξεις καινούργια Γεωμετρία και να αφήσεις τον Ευκλείδαρο να είναι ο αρχηγός. Δεν καταρρίπτονται λοιπόν. (καταρρίπτονται, δηλαδή δεν αναιρούνται, δηλαδή δεν αλλάζουν που να χτυπάς τον πισινό σου κάτω.)
 Αν λοιπόν στα ποδοσφαιρικά σου αξιώματα συμπεριλαμβάνεται η θεμελιώδης υποστήριξη ενός ποδοσφαιρικού σωματείου, τότε αυτό δεν το αλλάζεις, ακόμα κι αν το σωματείο, από αρμάδα που του παίρνουν πίπα άντρες γυναίκες, καταλήξει Δ ερασιτεχνικό που στα τρία corner βαράνε penalty. Όποιος αλλάζει σωματείο στη ζωή του, πρέπει να εξορίζεται στην ανταρκτική και μετά από 4 χρόνια καταναγκαστικού χτισίματος igloo να αυτοκτονεί με κόκαλο πιγκουίνου και η τέφρα του να σκορπίζεται στο νότιο παγωμένο ωκεανό. Άρα (δικό μου) ποδοσφαιρικό αξίωμα νούμερο ένα: Εν αρχή όλων η ομάς.
Αξίωμα νούμερο 2: Με το soccer που λέει και ο μαλακισμένος ο λαός ο περιούσιος , ασχολούνται μόνο άντρες (gay επιτρέπονται διότι το ότι τους αρέσουν άλλοι άντρες δεν σημαίνει ότι έχουν παραδώσει τον ένα ημισφαίριο τη φορά, ανδρικό τρόπο σκέψης). Φεμινιστικές παπαριές και αγορεύσεις για το άθλημα δε χωράνε. Η εξήγηση απλή: Ο έλεφας  έχει προβοσκίδα. Έτσι τον βρήκαμε έτσι τον αγαπήσαμε και κανείς δεν έκανε πορεία διαμαρτυρίας για την προβοσκίδα. Έτσι  λοιπόν και αι γυναίκαι  δεν ασχολούνται με το ποδόσφαιρο και κάτι ταινίες κάντο όπως ο Μπέκαμ έχουν καταστρέψει τον κόσμο και έχουμε φτάσει εδώ που είμαστε (οι άντρες να φοράνε κρέμες ημέρας , νυκτός και οι γυναίκες να λένε με τσιγάρο στο χέρι θα γαμήσω τον τάδε και τον δείνα). Είναι τόσο απλό όσο το ότι εγώ δεν μπορώ να αναπτύξω σε μια γυναίκα τους χρωματικούς συνδυασμούς του veraman. Επομένως αξίωμα νούμερο 2: Οι γυναίκες και το ποδόσφαιρο δεν ταιριάζουν χρωματικά!
Αξίωμα νούμερο 3: Μπινελίκια και ποδόσφαιρο είναι άρρηκτα συνδεδεμένα. Η χημική ένωση H2O κλάνει μέντες μπροστά στην ένωση βρισιάς και ποδοσφαίρου. Διότι, σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα μπορείς να βρίσεις. Ναι να βρίσεις. Το Υβρεολογικό φάσμα είναι ακόμη άγνωστο διότι μπορείς να επικεντρωθείς σε βρισίδι που αφορά το ματς αυτό καθεαυτό αλλά μπορείς και να επεκταθείς και σε οοοοο,τι σε καίει ότι σου τρώει την ψυχή. Παραδείγματα:                                                                                                               1)Μένος εναντίον άλλης ομάδας (πρωτότυπο εναντίος της Λάρισας. ) «Το αλογάκι είναι σούζα και πονάει που το παίρνουμε παρτούζα!»
2)Πολιτικό Μένος: «Να καεί να καεί το μπουρδέλο η βουλή και το γήπεδο του ΠΑΟ να το κάνουμε εκεί.»
3) Ταξικό Μένος: «Μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι»
4) Κοινωνικός Προβληματισμός και ανησυχία για το που βαδίζει η κοινωνία: «Κάθε πατέρας Παοκτζης  έχει πουτάνα κόρη έχει και ένα πούστη γιό που τον γαμάνε όλοι »


Αξίωμα νούμερο 4: Ινδάλματα. Ναι ινδάλματα. Το να βλέπεις ποδόσφαιρο χωρίς να έχεις ινδάλματα είναι σα να πίνεις φραπέ χωρίς καλαμάκι. Γίνεται; Δε γίνεται εκτός κι αν είσαι αντίχριστος! Τώρα τα κριτήρια βάση των οποίων ο καθένας μπορεί να επιλέξει τα ινδάλματά του ποικίλουν όπως επίσης και ο αριθμός των ινδαλμάτων.  Έτσι λοιπόν Ίνδαλμά σου μπορεί να είναι ο Robbie Fowler γιατί έβαλε γκολ και πήγε να σνιφάρει τις γραμμές του γηπέδου. Μπορεί να είναι ο Άγιος Diego Armando που έχουν φτιάξει κι εκκλησία για την πάρτη του. Μπορεί να είναι ο Batigol γιατί έμεινε στους viola ακόμα και στη Β και γιατί το κάρφωσε στην Manchester (τη united όχι την άλλη τη νεόπλουτη)ενώ αυτή τον ήθελε διακαώς. Ο Καλλιτζάκης γιατί έπεφτε στο έδαφος να διώξει τη μπάλα με το κεφάλι αντί να βάλει το πόδι. O Raul γιατί δεν μπορείς να θυμηθείς άλλον να έχει βάλει τόσα γκολ και όλα να σου φαίνονται απλά όπως το να κάνεις ποδήλατο. Ο Zidane γιατί εκτός από χορευτής ήτανε και τσαμπουκάς. Ο Totti γιατί είναι 100 χρόνια στην ASR. O Morientes  γιατί μόλις έβρισκε Real μπροστά του την ξεφτίλιζε. Ο Χατζηπαναγής γιατί όταν τον ρωτάνε για τις τρίπλες  του λέει «εντάξει μωρέ τώρα σιγά το πράγμα». Ο βαμβακούλας γιατί έπαιζε με τις κάλτσες κάτω. Ο Bergkamp  γιατί μπορεί και να οδηγούσε 2500 χιλιόμετρα αρκεί να μην έμπαινε σε αεροπλάνο. Όπως καταλαβαίνεις φίλε μου ένα ίνδαλμα είναι μια καθαρά υποκειμενική αντίληψη των ανώτερων χαρακτηριστικών ενός πλάσματος τα οποία είτε σε εξιτάρουν και θέλεις να τα αποκτήσεις είτε θεωρείς πως τα έχεις ήδη κρυφά μέσα σου και θέλεις να τα φέρεις προς τα έξω και προς τα πάνω. Τι καλύτερο λοιπόν; Τα ινδάλματα κινούν και βουνά αμα λάχει.

Αξίωμα νούμερο 5: Η τακτική. Η τακτική στο ποδόσφαιρο είναι το σχέδιο μάχης. Ο προπονητής είναι ο στρατηγός. Κι εμείς οι υπόλοιποι είμαστε το κοκόρια που τσακωνόμαστε για το ποια είναι καλύτερη, σύγχρονη, στιβαρή, ελκυστική και αξεπέραστη. Το τελευταίο αποτελεί και το σημείο κλειδί για την κάθε τακτική γιατί προσπαθεί να κάνει ακριβώς αυτό. Να είναι τόσο τέλεια που να μην μπορεί να ξεπεραστεί από κάποια άλλη και ταυτόχρονα καταδικασμένη να ξεπερνιέται. Αλλιώς θα καταλήγαμε όλες οι ομάδες του κόσμου να παίζουν την ίδια τακτική και τότε θα κέρδιζαν αυτοί που θα είχαν τους καλύτερους παίχτες αυτούς που θα μπορούσαν να την εφαρμόσουν καλύτερα. Είναι βαρύ αυτό σκέψου το. Τότε ξαφνικά ο κόσμος θα άρχιζε να χάνει το ενδιαφέρον για το ποδόσφαιρο και το ποδόσφαιρο θα άρχιζε να μοιάζει με διαγωνισμό πλεξίματος που η κάθε μοδίστρα έχει τα ίδια υλικά και θα προσπαθήσει να κάνει το ίδιο σχέδιο. Καταλαβαίνεις που το πάω..  Ποιός ενδιαφέρεται πραγματικά για πλέξιμο;; Επίσης υπάρχει και κάτι άλλο θαυμαστό στις τακτικές. Η ματαιοδοξία της ανθρώπινης φύσης, η οποία υπαγορεύει το εγώ να νικάει το σύνολο και αυτό που σκέφτηκαν οι άλλοι. Δηλαδή η ιδέα η δικία μου να υπηρετείται απο 11 άλλους μαλάκες με τις αλλαγές 14. Τι πιο εγωιστικό, αλτρουιστικό, ανθρώπινο, αδύναμο, μυσταγωγικό, ιερό; Τακτική λοιπόν και ξερό ψωμί ξέρω γω.

Αξίωμα νούμερο 6: Λόγια μεγάλων ανδρών για αυτό. «Η ουσία του ποδοσφάιρου, το πιο σημαντικό στοιχείο του ποδοσφαίρου είναι οτι σημασία δεν έχει μόνο το ποδόσφαιρο» Τέρι Πράτσετ. «Εντάξει, το να εκδώσεις ένα βιβλίο ή να βγάλεις μια ταινία είναι κάτι πολύ καλό. Το να κερδίσει η Τότεναμ τη Μάντσετσερ Γιουνάιτεντ 3-2 είναι ανεκτίμητο» Σαλμάν Ρουσντί. «Ερωτεύτηκα το ποδόσφαιρο όπως αργότερα ερωτευόμουν γυναίκες: ξαφνικά, ανεξήγητα, αβασάνιστα, χωρίς να σκεφτώ τον πόνο ή την αναστάτωση που θα έφερνε» Νικ Χόρνμπι. «Σε ένα παιχνίδι ποδοσφαίρου, κάθε τι περιπλέκεται από την παρουσία της αντίπαλης ομάδας» Ζαν Πολ Σαρτρ. «Το ράγκμπι είναι ένα παιχνίδι για βάρβαρους, που παίζεται από gentlemen. Το ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι για gentlemen που παίζεται από βάρβαρους» Όσκαρ Ουάιλντ. «Είμαι ένας ροκ σταρ, επειδή δεν μπόρεσα να γίνω σταρ του ποδοσφαίρου» Ρόντ Στιούαρτ. «Ολα όσα ξέρω με σιγουριά περί ηθικής και υποχρεώσεων, τα οφείλω στο ποδόσφαιρο» Αλμπέρ Καμί. «Η ζωή είναι από μόνη της ένα παιχνίδι ποδοσφαίρου» Σερ Γουόλτερ Σκοτ. «Ο τερματοφύλακας είναι ο μοναχικός αετός, ο άντρας του μυστηρίου, ο τελευταίος υπερασπιστής»  Βλαντιμίρ Ναμπούκοφ. «Ποδόσφαιρο, ένα παιχνίδι στο οποίο ο καθένας πληγώνεται και κάθε έθνος έχει το δικό του στιλ παιχνιδιού, το οποίο δείχνει άδικο σε όλους τους υπόλοιπους» Τζορτζ  Όργουελ. «Το ποδόσφαιρο είναι το μπαλέτο των μαζών» Ντμίτρι Σοστάκοβιτς. «Το ποδόσφαιρο είναι το δικαίωμα του κάθε ανθρώπου στην παράνοια» Λιάνα Κανέλη. (Τι; Δεν είναι άνδρας;). «Το ποδόσφαιρο είναι ένα άθλημα απλό. Αποτελείται απο 4 στοιχεία : Κοντρόλ, Πάσα, Σουτ και τη θεώρηση στο χωροχρόνο. Τόσο απλό» Αντώνυμος.

Αξίωμα νούμερο 7 και τέλος. Τραγούδι...  Λουκιανέ... Αρχίζει το ματς/Αδειάσαν οι δρόμοι/
Η ώρα ζυγώνει /Αρχίζει το ματς/Αρχίζει το ματς /Ερήμωσε η πόλη/Τρεχάτε κι αρχίζει το ματς/Πω πω γουστάρω /Να βλέπω κασκόλ/Να βλέπω σημαίες /Να μπαίνουνε γκολ/Πώς μας ενώνει /Και πώς μας δονεί/Του Διακογιάννη η φωνή/Αρχίζει το ματς/Παράτα με τώρα/Πλησίασ’ η ώρα/Αρχίζει το ματς/Αρχίζει το ματς/Κανείς μην κουνιέται /Σωπάστε κι αρχίζει το ματς/ Κι όποιος γνωρίζει τι φταίει για όλα αυτά, ας μου εξηγήσει μετά...

ΥΓ1. ΜΠΥΡΑ!
ΥΓ2. Μέσσι, κριστιάνο παρατάτε μας ήσυχους..

Υπογράφει ο Αντώνυμος 

13 June 2015

Γαλανόλευκη Λεπτή Ζύμη..

Η ιστορία που θα σας διηγηθώ δεν έγινε πολύ παλιά σε μια χώρα που είναι λίγο δημοκρατική λίγο μοιρασμένη κάπως υπό κρίση μια γιουβέτσι μια κοκορέτσι.
Σε κείνη τη χώρα λοιπόν oπού οι πολίτες σέβονται τον εαυτό τους και τα μαγαζιά το ποιόν τους , βλέπεις παντού τα μαγαζιά να διαφημίζουν τη πραμάτεια τους με ζήλο και στοργή. Σταματώντας μια μέρα σε ένα από τα αμέτρητα φανάρια της πόλης είδα λοιπόν μια διαφήμιση -ΣΤΗΝ ΠΙΤΣΑΡΙΑ ΔΟΥΛΕΥΟΥΝ ΜΟΝΟ ΕΛΛΗΝΕΣ ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΠΑΡΑΝΟΜΟΥΣ
Επιτέλους κάτι καινούργιο ούρλιαξε όλο το είναι μου, φτάνει πια η μία συν μία, οι εκπτώσεις στα μεσημεριανά γεύματα. Να, κάποιος είδε την παρασκευή πίτσας σαν εθνική μας υπόθεση. Έδωσε μια άλλη διάσταση στον ανταγωνισμό μεταξύ των μικρομεσαίων που προσπαθούν να επιβιώσουν 
μέσα σ’αυτην την κρίση! Θέλουμε φρέσκες ιδέες και φαίνεται να υπάρχουν!
Αποφάσισα λοιπόν να τιμήσω αυτήν την πιτσαρία που θα με κάνει να αισθανθώ ακόμα περισσότερο 
Έλληνας τρώγοντας ιταλικό φαγητό . Το μαγαζί ήταν βαμμένο στα γαλανόλευκα
και στην κορυφή κυμάτιζε ό περήφανος αετός του βυζαντίου,εχθρός των άθλιων καθολικών 
Λατίνων φαγητό των οποίων παρασκεύαζε το εν λόγω μαγαζί.
Zήτησα 
από τον σερβιτόρο να μου φέρει έναν κατάλογο , και άναψα τσιγάρο.
Στου τοίχους κολλημένοι όλοι οι αθλητικοί θρίαμβοι της 
Ελλάδος  και από το φορητό ραδιοφωνάκι της κουζίνας ακουγόταν άλλος ένας καβγάς για το πέναλτι της περασμένης κυριακής . Παρεμπιπτόντως ήταν πέναλτι , άλλα το κατεστημένο ...με συγχωρείς αναγνώστη μου βγήκα εκτός θέματος.
Ρίχνοντας μια ματιά στον κατάλογο ξεκίνησα να σιγοτραγουδώ τον εθνικό μας ύμνο βλέποντας την πίτσα ΦΙΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ με τέσσερα τυριά να ακολουθείται από το πεϊνιρλί ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ.
Μια τόση μεγάλη δόση πατριωτισμού είχα να πάρω 
από τις δοξασμένες μέρες του στρατού και της πρωινής προσευχής στο σχολείο κάτω από την κυματίζουσα γαλανόλευκη.
Δεν θα σταθώ στο φαγητό , είναι άλλωστε θέμα υποκειμενικό
. Όμως σκέφτομαι να προτείνω στον ιδιοκτήτη, η επόμενη διαφημιστική καμπάνια να βγει με τη λεζάντα ΣΤΗΝ ΠΙΤΣΑΡΙΑ ΠΑΡΑΓΓΕΛΝΟΥΝ ΜΟΝΟ ΕΛΛΗΝΕΣ και να μην ξανάρθω γιατί είμαι μισός Εβραίος.

Σινμπάντ

Break

Break – a controversy title wouldn’t you think?  Used by Pink Floyd to shatter a wall, used by Fleetwood Mac to disengage a chain, used by Jim Morrison to get through... all actions indicating anger, rage, revolution, change..  But then again, there is another use for the word, a use indicating time off, time alone, time doing nothing.  Communicating to the world to just let you be for a precious no matter how more or less time frame, because you are on a break.
How is it possible for a word to have as strong two exactly opposite meanings?  Why does society, people, the whole wide world just accepts it?  It get’s one thinking..  If, let’s say, you met someone who was the personification of controversy, the living breathing picture of black and white as one, what would you think of them?  Options:
a.       Finally! A balanced person!
b.      Wow...so weird!
c.        Lock them up!

So... food for thought.  How often do you find yourselves leaping from one far end to the other?  Well, I find myself doing so shockingly often.  Am I balanced, or am I just weird?  How can a politician represent thousands or millions of people because they chose him to lead, and yet be a unit nevertheless?  How can anyone help others if they refuse help themselves, how can there be love for the whole if the unit is utterly neglected and bypassed?
It cannot.
We all need to learn, acknowledge, decide, take sides.  To fight for tomorrow, to embrace change, to give not peace, but humans a chance!  We all need rage! To unleash the roar from our chests for indecency, for the wrongs!

We all also need a break.. to rest, to love, to make our strategies, weigh our options, learn from yesterday and plan tomorrow, but most importantly, we all need a break for the only thing we always tend to forget..  live and enjoy today. 

Elf